ζαγάρι — το (Μ ζαγάριον και ζαγάριν) κυνηγετικό σκυλί νεοελλ. 1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής 2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζαγάρ ιον < αραβ. sakar] … Dictionary of Greek
ζαγαρογυρευτής — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + γυρευτής] … Dictionary of Greek
ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] … Dictionary of Greek
ζαγαρόσκυλος — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + σκύλος] … Dictionary of Greek
κοπροζάγαρος — κοπροζάγαρος, ὁ (Μ) κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. αρος, πρβλ. παίδ αρος, σκύλ αρος)] … Dictionary of Greek
παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] … Dictionary of Greek