ζαγάρι

ζαγάρι
το
-ιού (λ. αραβ.)
1. κυνηγετικό σκυλί.
2. βρισιά για τον χωρίς υπόληψη άνθρωπο, τον αλήτη: Αυτό το ζαγάρι δε θα το αφήσω να μπει στο σπίτι μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαγάρι — το (Μ ζαγάριον και ζαγάριν) κυνηγετικό σκυλί νεοελλ. 1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής 2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζαγάρ ιον < αραβ. sakar] …   Dictionary of Greek

  • ζαγαρογυρευτής — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + γυρευτής] …   Dictionary of Greek

  • ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαγαρόσκυλος — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + σκύλος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροζάγαρος — κοπροζάγαρος, ὁ (Μ) κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. αρος, πρβλ. παίδ αρος, σκύλ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”